ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΙΑΙΑ ΚΑΘΟΔΟ ΤΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ Η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ

 

Αυτή η πρωτοβουλία ,που ξεκίνησε από τις συσπειρώσεις της Πάτρας και του Πύργου και αποτελεί συνέχεια μακρόχρονων προσπαθειών για τη συγκρότηση διακριτού πόλου των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, πλαισιώνεται από πολλές οργανώσεις,κινήσεις και συσπειρώσεις αυτής της αριστεράς και είναι ανοικτή σε κάθε συλλογικότητα που συμφωνεί με τους βασικούς στόχους της και βεβαίως το πολιτικό πλαίσιο της.

Πρόκειται για μια πρωτοβουλία πολιτικής ενότητας, σύγκλισης και συμπαράταξης (και όχι σε αυτή τη φάση τουλάχιστον κοινής συγκρότησης σχήματος) της ριζοσπαστικής αριστεράς τόσο στο επίπεδο της δράσης όσο και στο πεδίο του διαλόγου και της ιδεολογικοπολιτικής αναζήτησης. Στηρίζεται στις οργανωμένες δυνάμεις του χώρου, αλλά απευθύνεται και στους ανένταχτους αγωνιστές-ριες της ριζοσπαστικής αριστεράς,είτε δραστηριοποιούνται σε επιμέρους χώρους (εργασία ,εκπαίδευση, συνοικία κλπ) είτε δεν παρεμβαίνουν κάπου συγκεκριμένα, έχοντας επίγνωση ότι από τη δική τους συμμετοχή εξαρτάται η έκβαση κάθε εγχειρήματος ενότητας και ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Αυτή η πρωτοβουλία λοιπόν με προοπτική την ανασύνθεση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στοχεύει άμεσα στη διεύρυνση και το συντονισμό των υπαρχουσών κοινών δραστηριοτήτων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ακόμα επιδιώκει τη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη ενιαίων παρεμβάσεων αλλά και τη συγκρότηση κοινών σχημάτων όπου είναι δυνατόν -με προεξάρχοντα τα σχήματα σε κοινωνικούς χώρους-, καθώς και στη δημιουργία κατάλληλων δομών (συμμετοχικών και πολυφωνικών) που θα προωθούν την πολιτική ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς (π.χ. φόρουμ διαλόγου) με σεβασμό στην αυτονομία των επιμέρους συνιστωσών τους.

 

ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΗ Η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ

 

Τόσο στο πρόσφατο, όσο και στο απώτερο παρελθόν έχουν παρθεί αρκετές πρωτοβουλίες ενότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς, άλλες με μεγαλύτερη και άλλες με μικρότερη επιτυχία. Προφανώς η συγκεκριμένη πρωτοβουλία που παίρνουμε προσπαθεί να αξιοποιήσει την εμπειρία όλων των προηγουμένων, γνωρίζοντας βέβαια ότι θα ταλανιστεί από πολλές αντιφάσεις που είχαν και αυτές με φιλοδοξία να εξασφαλίσει μεγαλύτερο εύρος συμμετοχής οργανωμένων δυνάμεων και ανένταχτων αγωνιστών-τριων, μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και εξωστρέφεια και -γιατί όχι;-μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις παρεμβάσεις της.

Νομίζουμε ότι οι κοινοί αγώνες της ριζοσπαστικής αριστεράς την τελευταία τετραετία (ΑΣΕΠ, ιμπεριαλιστική επίθεση στη Γιουγκοσλαυία, επίσκεψη Κλίντον κλπ), η ένταση της "εκσυγχρονιστικής" επίθεσης απέναντι στους μισθωτούς και τα λαϊκά στρώματα, καθώς και οι δυσμενείς συσχετισμοί που διαμορφώνουν η "παγκοσμιοποίηση" και η "νεα τάξη" για τους κοινωνικούς αγώνες και κάθε εκδοχή του απελευθερωτικού εγχειρήματος αποτελούν την κοινωνικοπολιτική κάθε πρωτοβουλίας ενότητας και ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Επίσης η συνειδητοποίηση (με διαφορετικούς βέβαια ρυθμούς..) εκ μέρους της πλειονότητας των συλλογικοτήτων της ριζοσπαστικής αριστεράς ότι είναι αδύνατο πλέον η ανάπτυξη μαζικών μαχητικών αγώνων-πολλώ δε μάλλον η νικηφόρα έκβασή τους-χωρίς τη μεγαλύτερη συσπείρωση των δυνάμεων που επιδιώκουν τέτοιους αγώνες και ακόμα περισσότερο ότι είναι αδύνατο για κάθε επιμέρους συνιστώσα της ριζοσπαστικής αριστεράς να αναπτυχθεί σε αυτό το δυσμενές κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον προσδίδουν στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία -όπως και σε άλλες αντίστοιχες- ζωτικό και επείγοντα χαρακτήρα.

Ενώ η πραγματικότητα ευνοεί με μια έννοια τη ριζοσπαστική αριστερά, δίνοντας της σημαντικές ευκαιρείες παρέμβασης και διάδοσης των ιδεών της, από την άλλη, λόγω της κυριαρχίας των "εκσυγχρονιστικών" ιδεολογημάτων, της συρρίκνωσης και της ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και της αναπτυξιολαγνείας, της διαχειριστικής λογικής και του κυβερνητισμού της κοινοβουλευτικής αριστεράς, την ωθεί στο περιθώριο, εντείνοντας δομικά της προβλήματα, όπως ο σεχταρισμός και η εσωστρέφεια και απογοητεύοντας σημαντικά τμήματα του ενεργού δυναμικού της.

Πρόκειται λοιπόν για μια πρωτοβουλία, που, επειδή γνωρίζει ότι και η ίδια είναι μέρος του προβλήματος (μαζί με την πείρα υπάρχουν τα αδιέξοδα, μαζί με τους αγώνες κουβαλάμε και τις ήττες) δεν εγγυάται καμία επιτυχία, αλλά προτείνει μια τομή στη ριζοσπαστική αριστερά- την αναγκαία πολιτική συμφωνία για κοινή δράση- μια τομή που είναι η μόνη που μπορεί να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις δημιουργίας και στην Ελλάδα ενός διακριτού χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς.

 

Η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ

 

Εξαρχής τέθηκε στην πρωτοβουλία το ενδεχόμενο καθόδου της στις επόμενες εκλογές. Η πρόταση αυτή δεν στηρίζεται στην εκτίμηση ότι οι εκλογές αποτελούν προνομιακό πεδίο για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, ιδιαίτερα στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα, αλλά αφενός στην παραδοχή ότι οι εκλογές, ούτως ή άλλως, αποτελούν μείζον πολιτικό γεγονός, το οποίο ένα ενωτικό εγχείρημα όπως η συγκεκριμένη πρωτοβουλία είναι δύσκολο να αποφύγει και αφετέρου -και σημαντικότερο- στην πεποίθηση ότι η κοινή κάθοδος της πλειονότητας των οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς στις εκλογές αποτελεί έμπραχτη απόδειξη ότι "κάτι αλλάζει", ότι δηλαδή η ενότητα-χωρίς μαξιμαλισμούς και ηγεμονισμούς- δεν αποτελεί απλώς επιθυμία πολλών ανένταχτων αγωνιστών-τριών άλλα άποψη και στόχο που διεκδικούνται συγκεκριμένα.

Με αυτή την έννοια, η κάθοδος στις εκλογές ενδιαφέρει τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία μόνο εφόσον έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή της πλειονότητας των οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς και -το κυριότερο- εφόσον στις διαδικασίες της συμμετέχουν συλλογικότητες και άτομα σε πανελλαδική κλίμακα,ώστε να υπάρχουν ελπίδες ότι αυτό το ενωτικό-εξωστρεφές εγχείρημα θα συνεχισθεί και μετά τις εκλογές.

Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία δεν ενδιαφέρεται να συγκροτήσει μια τάση στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής αριστεράς (στόχος απόλυτα θεμιτός, αλλά και επιβεβλημένος για μια οργάνωση ή υποσύνολα της ριζοσπαστικής αριστεράς), ούτε να επιχειρήσει μια ακόμη εκλογική κάθοδο.

 

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟ "ΣΤΟΙΧΗΜΑ"¨ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

 

Από όσα προαναφέραμε νομίζουμε ότι γίνεται σαφές πως οστόχος της πρωτοβουλίας είναι να διαμορφώσει ένα όσο το δυνατόν πιο μόνιμο και αποτελεσματικό πλαίσιο για την κοινή δράση και τον κοινό διάλογο της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Επιδιώκει δηλαδή να διαμορφώσει "από τα κάτω" εκείνες τις συνθήκες που θα επιτρέπουν στην πλειονότητα των οργανώσεων, των σχημάτων κατά κοινωνικούς χώρους και των ανένταχτων αγωνιστών-τριων της ριζοσπαστικής αριστεράς να αποκτήσουν κοινά σημεία αναφοράς αλλά και χώρους κοινής επεξεργασίας και δράσης. Αυτό κατά τη γνώμη μας προϋποθέτει όσο το δυνατόν περισσότερο μαζικές "συνελευσιακές" διαδικασίες και εξασφάλιση της συμμετοχής περιφερειακών συσπειρώσεων στην εσωτερική ζωή της πρωτοβουλίας,

Ομως αυτός ο στόχος απαιτεί και κάτι εξίσου σημαντικό ακόμη: την προσπάθεια όλων των συνιστωσών της πρωτοβουλίας, κυρίως όμως των πολιτικών οργανώσεων, να βρούν τα στοιχεία συμφωνίας τους και να τα αξιοποιήσουν προς τα έξω με γλώσσα κατανοητή και πειστική. Η πρωτοβουλία δεν μπορεί να λειτουργήσει ως χώρος παραγωγής θεωρίας, ούτε ως σχήμα εκπόνησης επαναστατικής πολιτικής. Οι στόχοι της είναι πολύ μικρότεροι, αλλά νομίζουμε πολύτιμοι: αφενός να εξασφαλίσει την αναγκάι πολιτική συμφωνία και την συνισταμένη των πολιτικών κατακτήσεων των συλλογικοτήτων της ριζοσπαστικής αριστεράς και αφετέρου αυτό το διόλου ευκαταφρόνητο υλικό να το φέρει σε επαφή με σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.

 

ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

 

1) Μια πρωτοβουλία ενότητας του χώρου της ριζοσπαστικής αρισεράς είναι πρώτιστα αντικαπιταλιστική. Η ριζοσπαστική αριστερά αντιστέκεται στη νεοφιλελεύθερη επίθεση από τη σκοπιά της υπεράσπισης των συμφερόντων και των αναγκών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων και με στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού, το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός (παραδοσιακός ή εκσυγχρονιστικός, δεξιός ή σοσιαλδημοκρατικός), με την έννοια της στρατηγικής ανατροπής των παλιών κοινωνικών συμβολαίων σε βάρος της εργασίας, είναι η βασική μορφή ηγεμονίας/κυριαρχίας του καπιταλισμού στη σημερινή περίοδο εξόδου του από την κρίση.

Η επιδίωξη της κοινωνικής αλλαγής (πρέπει να) αποτελεί για τη ριζοσπαστική αριστερά όχι μόνο, γενικά και αφηρημένα, όραμα, αλλά πολιτικό στόχο που καθορίζει τη δράση της καθημερινά και σε όλα τα πεδία. Με αυτή την έννοια επιδιώκει κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες προκειμένου να αναπτυχθούν αγώνες για την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων, αλλά παράλληλα προσπαθεί να διαμορφώσει συσχετισμούς που να συγκρούονται συνολικά με την ιδεολογία, την πολιτική (ή τις πολιτικές) και τις σχέσεις εκμετάλλευσης/κυριαρχίας του καπιταλιστικού συστήματος.

Η ριζοσπαστική αριστερά ως κινηματικός πολιτικός χώρος, θεωρεί κινητήρια δύναμη του κόσμου την ταξική πάλη και υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής τους εργαζόμενους και τα καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα. Ετσι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση την αντιμετωπίζει αποκλειστικά από τη σκοπιά της όξυνσης του κοινωνικού ανταγωνισμού και της διαμόρφωσης ευνοϊκότερων συσχετισμών για το εγχείρημα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα επιδιώκει τη συνάντηση του εργατικού κινήματος με τα κοινωνικά κινήματα που γεννούν οι αντιθέσεις -και η αντίστοιχη συνειδητοποίηση τους από ικανά τμήματα των κοινωνιών- της εποχής μας (γυναικείο-φεμινιστικό, οικολογικό,ανέργων κλπ).

 

2) Μια πρωτοβουλία σύγκλισης του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι επίσης και εξίσου αντιιμπεριαλιστική. Η ριζοσπαστική αριστερά δεν διαχωρίζει τον καπιταλισμό από τον ιμπεριαλισμό και αν και αναγνωρίζει ότι υπάρχουην ηγέτιδες δυνάμεις (και επομένως αστικές τάξεις) στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, θεωρεί ότι το σύνολο των αστικών τάξεων έχει εκμεταλλευτικό και αντιδραστικό χαρακτήρα και ουδεμία οποιουδήποτε τύπου απελευθερωτική ή προοδευτική δυναμική.

Ειδικά στην εποχή της "νεας τάξης πραγμάτων" κάθε αντικαπιταλιστικό πρόταγμα και πολιτικό σχέδιο (πρέπει να) είναι εξίσου αντιιμπεριαλιστικό,  αν δεν θέλει να συρρικνωθεί ή και να εκφυλισθεί σε παραπληρωματικό παράγοντα ή νομιμοποιητικό μηχανισμό των ιδεολογημάτων της "νεας εποχής" ("ανθρωπιστικές επεμβάσεις" κλπ).

Μια αντιιμπεριαλιστική διεθνιστική προσέγγιση της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας επιβάλλει την υποστήριξη των λαών που αντιστέκονται στην "νεα τάξη πραγμάτων" και παράλληλα απαιτεί τη μαχητικότερη αντιπαράθεση με τον εθνικισμό-πρωτίστως αυτόν που εκπορεύεται από την άρχουσα τάξη της δικής μας χώρας-καθώς και τη ρήξη με όλες τις εθνικιστικές ιδεολογίες και πολιτικές, ακόμα κι αν (φαινομενικά) αντιστρατεύονται τον ιμπεριαλισμό.

Με αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Γνωρίζουμε τι οδήγησε τις άρχουσες τάξεις των δυο χωρών στον πολύχρονο ανταγωνισμό τους που τις έφερε αρκετές φορές στα πρόθυρα του πολέμου, όπως κατανοούμε και το περιεχόμενο της σημερινής "διατεταγμένης φιλίας". Είναι βέβαιο πάντως ότι οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, τα πραγματικά συμφέροντά τους είναι κοινά όπως και οι εχθροί τους: ο σοβινισμός, ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου.

Η δυνατότητας του διεθνούς ιμπεριαλισμού να διαμορφώνει τη "διεθνή νομιμότητα" σύμφωνα με τα συμφέροντά του, η δειξαγωγή ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων όπως αυτές στο Ιρακ και τη Γιουγκοσλαυία, η "αποικιοποίηση" ολόκληρων περιοχών του πλανήτη και η μετατροπή κρατών σε προτεκτοράτα όπως π.χ. η Αλβανία, σε συνδυασμο με την αποδοχή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας από σημαντικά τμήματα καταπιεσμένων λαών και εθνών επιβάλλουν τη συνεχή αντιπαράθεση με αυτή την κυριαρχία, αλλά και την εμβάθυνση αυτή της αντιπαράθεσης σε συνολική -και τεκμηριωμένη-απόρριψη των σύγχρονων πλανητικών μηχανισμών χειραγώγησης, από το νεο ΝΑΤΟ ως τα ΜΜΕ.

 

3) Μια πρωτοβουλία ενότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς οφείλει να είναι ριζικά και στην πράξη αντίθεττη με την "παγκοσμιοποίηση" και τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις. Η ριζοσπαστική αριστερά είναι αντίθετη στην "παγκοσμιοποίηση" και τις ολοκληρώσεις όχι από κάποια νοσταλγία στο κυρίαρχο εθνικό κράτος, αλλά επειδή τόσο η "παγκοσμιοποίηση" όσο οι ολοκληρώσεις τύπου Ευρωπαϊκής Ενωσης αποτελούν αρνητικό συσχετισμό για την ανάπτυξη μαζικών κοινωνικών αγώνων και κινημάτων.

Με αυτή την έννοια, η ριζοσπαστική αριστερά δεν θεωρεί την "παγκοσμιοποίηση" ένα αναγκαίο στάδιο για την παγκόσμια κομουνιστική κοινωνία, αλλά "θέατρο" της διεθνούς ταξικής πάλης, στίβο δηλαδή ανάπτυξης ανατρεπτικών κοινωνικο-πολιτικών αγώνων, ούτε την Ευρωπαϊκή Ενωση ένα αντίστοιχο στάδιο για την Ευρώπη των Λαών ή την Κοινωνική Ευρώπη.

Πολλοί μύθοι και αυταπάτες συνοδεύουν τη συζήτηση για την "παγκοσμιοποίηση" από τη μεριά του κεφαλαίου. Στο βαθμό που η "παγκοσμιοποίηση" αντιστοιχεί σε πραγματικές διαδικασίες και μεταβολές (π.χ. ένταση κίνησης χρηματιστικού κεφαλαίου, διεθνείς στρατηγικές για τα "δικαιώματα" κλπ) η ριζοσπαστική αριστερά την εξιολογεί ως μια διεύρυνση των ιστορικών δυνατοτήτων του κεφαλαίου για κυριαρχία και εκμετάλλευση απέναντι στην οποία η σοσιαλιστική επανάσταση σε εθνική κλίμακα, αλλά και διεθνώς, αποτελεί τη μόνη εναλλακτική στρατηγική.

Με αυτή την έννοια, η ριζοσπαστική αριστερά προτάσσει το συντονισμό των Ευρωπαίων εργαζομένων και ανέργων στον ίδιο βαθμό και για τον ίδιο λόγο που αγωνίζεται για την ανατροπή της Ε.Ε. του πολέμου και του κεφαλαίου.

 

4) Μια πρωτοβουλία ενότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι εξ ορισμού και συνεχώς αντικυβερνητική.

Η κυβέρνηση Σημίτη υλοποιεί ένα κατ εξοχήν νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα κλιμακώνοντας συνεχώς την επίθεση σε όλα τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των μισθωτών και των λαϊκών στρωμάτων, ενώ παράλληλα εντείνει την επέκτασή της στις βαλκανικές χώρες, άρα και την εκμετάλλευση των γειτονικών λαών από το ελληνικό κεφάλαιο, ιδιωτικής ή κρατικής μορφής. Προφανώς το ίδιο πρόγραμμα θα υλοποίησει και η "Νεα Δημοκρατία" αν κερδίσει στις εκλογές.

Το ΠΑΣΟΚ με τη "μεγάλη ιδέα" ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ επιδιώκει αφενός να συστηματοποιήσει και να αναβαθμίσει την εκμετάλλευση των λαϊκών στρωμάτων και αφετέρου να νομιμοποίησει αυτή την εκμετάλλευση στις συνειδήσεις των θυμάτων της ως αναγκαία και βραχυπρόθεσμη.

Η επίθεση που γίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο είναι στρατηγικού χαρακτήρα, στοχεύει στην βίαιη αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ των κυρίαρχων τάξεων, για αυτό και προσβάλλει με πρωτοφανή ένταση τους μισθωτούς και τα λαϊκά στρώματα και θίγει ευρύτατες κοινωνικές κατηγορίες. Ειδικότερα  στην Ελλάδα, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Νεα Δημοκρατία συμφωνούν στην ολόπλευρη επίθεση στις κατακτήσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων και στο πλαίσιο της ΟΝΕ ως πλάισιο έντασης της εκεμετάλλευσης και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης και των πληβειακών τμηματων της κοινωνίας.

Η ριζοσπαστική αριστερά όχι μόνο πρέπε να πρωτοστατεί στην αντεπίθεση των εργαζομένων απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επέλαση, αλλά και να εξοπλίζει τα πιο μαχητικά τμήματά τους με πολιτική που να υπερβαίνει τα ιδεολογήματα της "ανάπτυξης"¨του "πρώτα η Ελλάδα", των "ελλειμάτων" και του "μονόδρομου της ΟΝΕ", καθώς και να κάνει αυστηρότερη κριτική απέναντι στις θεωρίες και τις αντίστοιχες ζυμώσεις περί "προοδευτικών κυβερνήσεων" κλπ. Από την πλευρά των εργαζομένων και των συμφερόντων τους, η ριζοσπαστική αριστερά θεωρεί απαράδεκτη τη λογική του "προοδευτικού κυβερνητισμού", της αντιπρότασης δηλαδή στη σημερινή διαχείριση ενός κρατικού/κυβερνητικού συνασπισμού της "προοδευτικής διακυβέρνησης", της "¨αντιμονοπωλιακής αναπτυξιακής συμμαχίας", της "πραγματικής κεντροαριστεράς" ή του "κεντροαριστερού αναδιανεμητικού εκσυγχρονισμού".

 

5) Μια πρωτοβουλία ενότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς οφείλει να είναι ενιομετωπική να ανοίγει διαύλους επικοινωνίας -διαλόγου και κοινής δράσης- με την Αριστερά, όχι όμως από τη σκοπιά της "παναριστεράς", αλλά με την οπτική της ενότητας του κινήματος και με μέσο την κοινή δράση σε συγκεκριμένους στόχους,

Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει -και μπορεί- να αποτελέσει ένα διακριτό πολιτικό χώρο μέσα στην ευρύτερη αριστερά και την κοινωνία και αυτό βέβαια δεν θα το πετύχει αναγορεύοντας σε κύριο εχθρό την υπόλοιπη αριστερά, ούτε υψώονοντας οργανωτίστικά, ιδεολογίζοντα ή "αγωνιστικά" τείχη, αλλά και ούτε υποχωρώντας απέναντι στη διαχειριστική λογική και τον κυβερνητισμό του ΣΥΝ ή την αναπτυξιολαγνεία, τη χειραγώγηση των κινημάτων και τον εθνοκεντρισμό του ΚΚΕ.Η ριζοσπαστική αριστερά οφείλει να διαφοροποιηθεί απέναντι στην κυρίαρχη αριστερά στη βάση του προγραμματικού της λόγου και όχι μόνο μια αγωνιστικής της υπεροχής.

Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει λοιπόν να εμβαθύνει την κριτική της στον καπιταλισμό και τις επεξεργασίες της για το εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο , ωστόσο πρέπει μέσα από την ενότητά της να αξιοποιήσει τις πολιτικές κατακτήσεις της, α έρθει σε επαφή με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και βεβαίως να προσπαθεί να ενώνει μέσα από το λόγο και την πράξη της τους αγώνες ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα με την προοπτική του κομουνισμού ως κοινωνίας ολοκλήρωσης της ισότητας και της ελευθερίας.

 

6) Μια πρωτοβουλία ενότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς πρέπει να είναι δημοκρατική και κινηματική. Τόσο στο εσωτερικό της, δηλαδή στις λειτουργίες και τις μορφές οργάνωσης που υιοθετεί, τις παρεμβάσεις που κάνει και τις συνειδήσεις που δημιουργεί, όσο και στις σχέσεις της με το κίνημα, δηλαδή το μοντέλο πολιτικής στράτευσης αλλά και καθημερινής ζωής που προτείνει, τις αξίες, τα ήθη και την αισθητική που προωθεί.

Η δυσφήμιση της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας από τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, την κομματική αυθαιρεσία και την ανελευθερία επιτάσσουν την αποσαφήνιση του οράματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, την άνευ όρων υποστήριξη της κοινωνικής αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης, της εργατικής δημοκρατίας και του σοσιαλιστικού πλουραλισμού, τις χωρίς αγκυλώσεις και αναστολές πεποίθηση ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας και καμμιά "νομοτέλεια", κανένας "σιδερένιος νόμος" δεν δικαιολογούν την κοινωνική και πολιτική καταπίεση.

Ο κομουνισμός ή θα είναι η κοινωνία στην οποία η ισότητα εξασφαλίζει την ελευθερία και η ελευθερία εγγυάται την ισότητα ή δεν θα υπάρξει.

 

ΜΙΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ

 

Αυτοί οι στοιχειώδεις άξονες δεν φιλοδοξούν να αποτελέσουν το συνολικό πολιτικό περιεχόμενο της κοινής δράσης της ριζοσπαστικής αριστεράς τόσο στην καθημερινή της πολιτική δραστηριότητα όσο και στις επερχόμενες εκλογές. Απλώς είναι ένα πλαίσιο στο οποίο ελπίζουμε ότι μπορούν να συνεννοηθούν και να συμφωνήσουν οι περισσότερες από τις συλλογικότητες της ριζοσπαστικής αριστεράς, ώστε στη συνέχεια να μπορέσουν  να το εμβαθύνουν χωρίς να απειλείται η ενότητα και βεβαίως να το εξειδικεύσουν σχετικά με την εργασία και την ανεργία, την εκπαίδευση και τη νεολαία, τους μετανάστες και το ρατσισμό, το μιλιταρισμό και τον εθνικισμό, τον κρατικό αυταρχισμό, την γυναικεία καταπίεση, την περιβαλλοντική υποβάθμιση και οικολογική καταστροφή κλπ.