ΕΚΛΟΓΕΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

 

 

Σε λίγες μέρες καλούμαστε να «εκλέξουμε» την επόμενη κυβέρνηση.  Πέρα από τις δημοκρατικές επιφάσεις το πεδίο του κοινοβουλευτισμού είναι ήδη ναρκοθετημένο για μία πραγματικά δημοκρατική έκφραση.  Οι πολίτες, καλούνται να συμμετάσχουν στην κοινοβουλευτική διαδικασία ως «άτομα», ανεξάρτητα από την ταξική-κοινωνική τους θέση, με «ίσα δικαιώματα» (που εκφράζονται με την ψήφο).  Συγκαλύπτεται έτσι το γεγονός ότι κατέχουν εξ' αρχής άνιση θέση στην παραγωγική διαδικασία και τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας.  

Ταυτόχρονα, η κυριαρχία της αγοράς σε όλα τα επίπεδα των κοινωνικών σχέσεων, στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, φαλκιδεύει ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες για την έκφραση των συμφερόντων των πληττόμενων κατώτερων κοινωνικών τάξεων μέσα από τον κοινοβουλευτισμό.  Η διεύρυνση της οικονομικής ανισότητας, η συγκέντρωση εξουσίας σε στεγανοποιημένους θύλακες, η ανάπτυξη τεράστιων μηχανισμών επιλεκτικής «πληροφόρησης», η κατασταλτική θωράκιση απέναντι στις κοινωνικές αντιστάσεις, η ταχύτατη διάδοση μεθόδων αυταρχικής επιτήρησης στους κοινωνικούς χώρους, διαμορφώνουν τους όρους της αυταρχικής κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» και οδηγούν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα στη χειραγώγηση ή στην απόσταση από την πολιτική στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού.

Μέσα σε αυτό πλαίσιο οι εκλογές της 9ης Απριλίου χαρακτηρίζονται από την ομογενοποίηση των πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία.  Οι βασικές όψεις της κυρίαρχης πολιτικής αποκρυσταλλώνονται στην διαδικασία ενσωμάτωσης της Ελλάδας στην Ο.Ν.Ε. και την Ε.Ε. και σε αυτές συναινούν οι διεκδικητές της κυβερνητικής εξουσίας.   Συναινούν στην διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που έχει σα στόχο την διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων του ελληνικού κεφαλαίου στους τομείς της παραγωγής, της κυκλοφορίας και της κοινωνικής αναπαραγωγής.  Η βασική επιδίωξη τους είναι αύξηση της παραγωγικότητας του ελληνικού κεφαλαίου μέσα από την ανασυγκρότηση των όρων διαμόρφωσης του «συλλογικού εργαζόμενου» στην κατεύθυνση της «αναβάθμισης» των κοινωνικών και τεχνικών δεξιοτήτων του ώστε να καθίσταται ευπροσάρμοστος στις παραγωγικές απαιτήσεις του κεφαλαίου. 

Η πολιτική αυτή έχει αποτέλεσμα την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, την καθήλωση των αμοιβών των εργαζομένων, την αύξηση της ανεργίας, αλλά και τη ραγδαία αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.  Ετσι ενώ μια σειρά από δείκτες «ανθίζουν» συσκοτίζοντας την ταξική σημασία της όποιας «ανάπτυξης», οι σημαντικότεροι κοινωνικοί δείκτες, της ανεργίας, της κατανομής του εισοδήματος, των συνθηκών ασφάλισης, της ανάπτυξης του ελεύθερου χρόνου, υποβαθμίζονται διαρκώς.

Οι εξελίξεις αυτές που μπορούν να συνοψισθούν στο δίπτυχο υπέρογκα κέρδη για το κεφάλαιο – οικονομικές και κοινωνικές θυσίες για τους εργαζόμενους επιβάλλονται από όλο το σημερινό πολιτικό πλαίσιο, ένα πλαίσιο ευλύγιστο και προσαρμοσμένο στα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Αυτό το οποίο αποκρύπτεται  κατά την προεκλογική περίοδο είναι ότι μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ΕΥΡΩ θα εκδηλωθούν εντονότερα οι επιπτώσεις της σε σημαντικά στρώματα του ελληνικού λαού.  Η εξάλειψη και των τελευταίων δυνατοτήτων νομισματικών παρεμβάσεων για την στήριξη της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων από την πλευρά της κεντρικής κυβέρνησης, η διαφαινόμενη σταδιακή εγκατάλειψη - συρρίκνωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η ένταση της λιτότητας καθιστούν βέβαια την δημιουργία μεγαλύτερων κοινωνικών ανακατατάξεων και συγκρούσεων μετά την πιθανή ενσωμάτωση στη ζώνη του ΕΥΡΩ.

Κομβική θέση στην προώθηση αυτής της πολιτικής κατέχει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.  Μέσα από ένα σύνολο ρυθμίσεων και πολιτικών, προώθησε, τις ιδιωτικοποιήσεις, την συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών, την απορύθμιση της αγοράς εργασίας, τη περιοριστική πολιτική, τη κατασταλτική θωράκιση του κράτους και την προσαρμογή στις ανακατατάξεις που προωθούν οι ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί στην περιοχή.

Ακραία αποτελέσματα της πολιτικής αυτής αναδείχθηκαν : η παράδοση Οτσαλάν, η συμμετοχή στην βρώμικη ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, η απαγόρευση της λαϊκής διαδήλωσης ενάντια στην επίσκεψη Κλίντον και η εγκαθίδρυση του κράτους του εισαγγελέα μέσα στα σχολεία για την αντιμετώπιση των καταλήψεων.

Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ, το ανέδειξε στο κατ’ εξοχήν κόμμα που εκφράζει μέσα στη συγκυρία τα συμφέροντα του «εκσυγχρονιστικού» μπλοκ εξουσίας.  Αυτή είναι η αιτία που στηρίζεται έντονα από τα σημαντικότερα κέντρα εξουσίας.  Ήδη μετά τις ευρωεκλογές έγινε συστηματική προσπάθεια για την αναστήλωση της εκλογικής του επιρροής και τον εξωραϊσμό των πολιτικών του, όπως στην επίσκεψη Κλίντον, στο Ελσίνκι, στο εκπαιδευτικό ζήτημα και αλλού.

Η Ν.Δ. δέχτηκε σημαντικές πιέσεις επειδή μία σειρά από κέντρα εξουσίας εκτιμούν ότι συγκυριακά το ΠΑΣΟΚ μπορεί να διαχειριστεί ευκολότερα τις λαϊκές αντιστάσεις.  Έτσι, από την πλευρά της έχει αποδοθεί, σε έναν αγώνα για να αποδείξει ότι μπορεί να διεκπεραιώσει την ίδια πολιτική με επιθετικότερο τρόπο.  Από εκεί πηγάζει και η στάση της «συνετής αντιπολίτευσης» σε μια σειρά ζητήματα, όπως η επίσκεψη Κλίντον, το Ελσίνκι, οι νεολαϊστικες κινητοποιήσεις, η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας.  Ουσιαστικά όλες τις κρίσιμες στιγμές που αναπτύχθηκαν κινητοποιήσεις βρέθηκε αποφασιστικά με το μέρος της κυβέρνησης.  Ταυτόχρονα από τον πολιτικό της λόγο απαλείφονται έστω και οι όποιες διακηρυκτικές τυπικές «φιλολαϊκές» εξαγγελίες τις οποίες είθισται να κάνει η αντιπολίτευση.   Αντίθετα όλο και περισσότερο αναδεικνύει τα πιο επιθετικά στοιχεία απέναντι στα λαϊκά στρώματα για τα ζητήματα των ιδιωτικοποιήσεων, την επιβολή του κράτους του νόμου και της «μηδενικής ανοχής»

Η πλήρης ταύτιση των πολιτικών εκφραστών του συστήματος σε μία μορφή «νεοφιλελεύθερης συναίνεσης» διαμορφώνει ένα ισχυρό μπλοκ προώθησης του «αγοραίου εκσυγχρονισμού» και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, οι πολιτικές του οποίου θα αναδειχθούν ζοφερότερες μετεκλογικά, ανεξάρτητα του ποιος θα επικρατήσει.

Έτσι την επόμενη περίοδο θα συνεχιστούν οι ανακατατάξεις σε μια σειρά τομείς με δυσμενείς επιπτώσεις για τα λαϊκά στρώματα.  Οι σημαντικότερες από αυτές αφορούν :

 

1) την εργασιακή απορύθμιση

 

Εκτός από την συμπίεση του κόστους εργασίας και την καθήλωση των αμοιβών, ο σημαντικότερος παράγοντας που θα καθορίσει την υποβάθμιση της θέσης, εργαζομένων, μισοεργαζομένων και ανέργων, θα είναι η περαιτέρω αναδιοργάνωση – ελαστικοποίηση  των εργασιακών σχέσεων.

Έτσι μετεκλογικά ανεξάρτητα από την έκβαση της εκλογικής μάχης θα επιταχυνθούν :

·        οι ιδιωτικοποιήσεις (με άμεση ή έμμεση μορφή) των ΔΕΚΟ, "προβληματικών" επιχειρήσεων αλλά και λειτουργειών του κεντρικού κρατικού τομέα.  Με την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων καθίσταται ευκολότερη η παράκαμψη των αντιστάσεων των εργαζομένων, η εισαγωγή των σχέσεων ελαστικής απασχόλησης και των υπεργολαβικών μορφών εκμετάλλευσης.  Ταυτόχρονα μια σειρά δραστηριότητες γίνονται πεδίο κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου κάτι το οποίο θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις για τα λαϊκά στρώματα.

·     η εισαγωγή, διεύρυνση, ανάπτυξη μιας σειράς νομοθετικών ή άλλων θεσμικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο και των γενικότερων αναδιαρθρώσεων των εργασιακών σχέσεων στην Ε.Ε. που θα έχουν σαν αποτέλεσμα α) την υπονόμευση του σταθερού ημερήσιου χρόνου απασχόλησης του 8ωρου, της 5νθήμερης εργασίας, των Σ.Σ.Ε με διάφορες μορφές όπως τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, τα STAGE κ.λ.π, β) τη γενίκευση της εφαρμογής της ανασφάλιστης και εντατικοποιημένης μαύρης εργασίας μέσω της ενίσχυσης των άτυπων μορφών απασχόλησης ( παροχή υπηρεσιών ή έργου, εργασία φασόν ), γ) την ευρεία εφαρμογή της μερικής απασχόλησης και της Διαλείπουσας εργασίας, της εργασίας του μειωμένου μεροκάματου ή μισθού, της μειωμένης ή και ανύπαρκτης ασφάλισης στον ιδιωτικό τομέα, δ) την επέκταση της μερικής απασχόλησης και στο δημόσιο τομέα, για να ανοίξει ο δρόμος και για την άρση της μονιμότητας των Δημοσίων υπαλλήλων

·     η υποβάθμιση - αντιδραστική διαχείριση της ξένης εργασίας.  Θα συνεχιστεί η μεταχείριση των μεταναστών ως υπερεκμεταλλευόμενων πολιτών δεύτερης κατηγορίας.  Ήδη διαμορφώνεται ένα αυταρχικότερο ιδεολογικό και θεσμικό πλαίσιο που έχει στόχο να συμπιέσει περισσότερο την ξένη εργασία, ώστε από την μια πλευρά να διασφαλίζεται η χαμηλότερη αμοιβή της και η πιο ακραία μορφή ελαστικής εργασίας, και από την άλλη να δημιουργούνται πλαστοί διαχωρισμοί μεταξύ ελλήνων και ξένων εργαζομένων.  Στην πραγματικότητα οι ξένοι εργάτες αποτελούν τμήματα της ελληνικής εργατικής τάξης, όχι μόνο δεν ανταγωνίζονται στην εργασία τους έλληνες εργαζόμενους αλλά συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό στην ελληνική οικονομία και στην όποια ανάπτυξη επιτυγχάνεται και σαν τέτοιοι πρέπει να αντιμετωπίζονται και να κατοχυρώνουν πλήρη δικαιώματα.  

 

2) Η αλλαγή του ασφαλιστικού τοπίου.

 

Τα θεσμικά βήματα τα οποία έκανε η κυβέρνηση έχοντας την συναίνεση της Ν.Δ, στο πλαίσιο των επιταγών της Ε.Ε. για την αναδιοργάνωση των σχέσεων εργασίας και την περαιτέρω υποβάθμιση του συντελεστή της εργασίας θα συνεχισθούν με την επιδείνωση των όρων ασφάλισης και συνταξιοδότησης εργαζομένων και αυτοαπασχολούμενων.  Είναι δεδομένο ότι μία από τις μετεκλογικές προτεραιότητες ανεξάρτητα των αποτελεσμάτων σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για την ένταξη στην Ο.Ν.Ε. θα είναι η αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος.

Οι παρεμβάσεις που προωθούνται και θα ενταθούν μετεκλογικά θα έχουν στόχους : α) τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας έτσι ώστε να καταστεί πιο ελκυστική για τους εργοδότες, β) τη μείωση των κοινωνικών δαπανών και γ) τη διάλυση της ενότητας των εργαζομένων με την εισαγωγή των διαδικασιών της αυτασφάλισης και των αντιλήψεων της ανταποδοτικότητας. Στο πλαίσιο αυτό το ζήτημα της ασφάλισης οξύνεται αν λάβει κανείς υπ’όψη του την πραγματικότητα της ανεργίας και της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων.  Η κυρίαρχη κατεύθυνση παραμένει ενιαία, μετακύληση του ασφαλιστικού κόστους όχι μόνο του άμεσα οικονομικού αλλά και αυτού που αντιστοιχεί στον περιορισμό των παροχών, στους εργαζόμενους μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους. 

Στο πλαίσιο αυτό είναι βέβαιο ότι μετεκλογικά θα εμπεδωθούν α) η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης με ιδιαίτερα επαχθείς όρους για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα β) η μείωση των παροχών των ταμείων και των συντάξεων γ) η εκτροπή ενός μέρους των ασφαλισμένων προς την ιδιωτική ασφάλιση ώστε να καλύψουν βασικές ασφαλιστικές ανάγκες και η καταρράκωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των χαμηλού εισοδήματος εργαζομένων και των ανέργων δ) η αξιοποίηση των πόρων των ασφαλιστικών ταμείων για την ενίσχυση της χρηματιστικής κερδοσκοπίας.

3) την  επόμενη φάση της αντιδραστικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση.

 

Τα χρόνια που πέρασαν ο χώρος της εκπαίδευσης αναδείχθηκε σε έναν από τους κεντρικούς χώρους "πειραματισμών" από την πλευρά της κυβέρνησης και αντιστάσεων από την πλευρά του κινήματος.  Όλες οι ρυθμίσεις και οι παρεμβάσεις συνέτειναν στη "παραγωγικοποίηση" της εκπαίδευσης και της έμμεσης ή άμεσης ιδιωτικοποίησης, δηλαδή σε τελική ανάλυση της αναίρεσης του δημόσιου δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης και της διείσδυσης και κυριαρχίας της αγοράς στον εκπαιδευτικό χώρο.  Οι διεργασίες αυτές θα λάβουν οξύτερη μορφή μετεκλογικά.  Ιδιαίτερα στο στόχαστρο θα τεθεί η τριτοβάθμια εκπαίδευση και το φοιτητικό κίνημα. Θα ενταθεί η ρευστοποίηση κάθε είδους εργασιακών δικαιωμάτων  έτσι ώστε η απόσταση της εκπαίδευσης και της κοινωνικής διεξόδου που υποτίθεται ότι «εγγυάται», να διευρυνθεί.  Αυτή η στρατηγική συμβαδίζει με την γενικότερη τάση που κυριαρχεί για την ευλυγισία της εργασίας, την αναίρεση κάθε σταθερής εγγύησης στην απασχόληση και την ρύθμιση όλων των όψεων κοινωνικής πρακτικής από το «δίκαιο της αγοράς».

Προοιωνίζεται έτσι ένα σύστημα δύο κύκλων σπουδών.   Ενας πρώτος κύκλο τριετούς φοίτησης, ο οποίος από την μιά πλευρά εν μέρει θα εκτονώνει τις έντονες πιέσεις για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ από την άλλη θα αποδίδει τις στοιχειώδεις απαραίτητες γνώσεις που απαιτούνται στη σημερινή φάση του καταμερισμού εργασίας (αντίστοιχο του ρόλου του λυκείου τις προηγούμενες δεκαετίες).  Ενας δεύτερος κύκλος αρκετά μικρότερο σε μέγεθος, μεταπτυχιακών τίτλων και «αναγνωρισμένων» σχολών που θα καλύπτουν (μέσα σε ένα πλαίσιο οξύτατου ανταγωνισμού) περισσότερο «εξειδικευμένες» θέσεις της αγοράς εργασίας. 

Οι ρυθμίσεις αυτές θα συνοδευθούν από μία σημαντική αυταρχικοποίηση στο εσωτερικό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ανάλογης κλίμακας με αυτή που σηματοδότησε ο νόμος Αρσένη για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση.  Ετσι θα τροποποιηθούν οι συνθήκες σπουδών στην κατεύθυνση της εντατικοποίησης και οι σχέσεις διδακτικού προσωπικού - φοιτητών και φοιτητών - εκπαιδευτικού μηχανισμού στην κατεύθυνση της πειθάρχησης του νεολαϊστικου κινήματος.

 

 

4) την  Ολυμπιάδα 2004  και τα  μεγάλα έργα.   "Ελντοράντο"  για το μονοπωλιακό κεφάλαιο.

 

Η δεκαετία του 90 χαρακτηρίστηκε από την ραγδαία ανάπτυξη των κερδών του κεφαλαίου το οποίο δραστηριοποιείται στον κατασκευαστικό τομέα.  Με μοχλό τα ποσά που διατίθενται από τα κοινοτικά πακέτα, , μια σειρά επιχειρήσεις είτε ελληνικής είτε ξένης κυριότητας, είτε αμιγώς κατασκευαστικές, είτε δραστηριοποιούμενες σε κλάδους που τροφοδοτούν τα μεγάλα έργα (τηλεπικοινωνιακού υλικού κ.λ.π.) γνώρισαν τεράστια κέρδη και εμπέδωσαν τη μονοπωλιακή τους παρουσία.  Δίπλα σε αυτή την εξέλιξη η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία εκτόξευσε τα κέρδη των κεφαλαιοκρατών σε τρομακτικά ύψη.  Όμως το μεγαλύτερο μέρος από αυτά τα έργα είτε κόστισαν εξαιρετικά δυσανάλογα σε σχέση με το αποτέλεσμα (όπως το Μετρό της Αθήνας) είτε (όπως το Αεροδρόμιο των Σπάτων) επιβαρύνουν σε σημαντικό βαθμό το Λεκανοπέδιο και οδηγούν σε ενός συγκεκριμένου αντιλαϊκού τύπου ανάπτυξη, περιβαλλοντική επιβάρυνση και υδροκεφαλική συγκέντρωση.  Ταυτόχρονα τα έργα αυτά αποτελούν το κατ' εξοχή πεδίο επέκτασης των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και της εκμετάλλευσης της ξένης εργασίας. 

Οι πιο ακραίες μορφές κερδοσκοπίας πάνω στο χώρο και το περιβάλλον και συσσώρευσης υπερκερδών θα αναπτυχθούν με τα έργα για την Ολυμπιάδα 2004.  Ένα τεράστιο περιβαλλοντικό πλήγμα θα επέλθει στην Αττική, σημαντικότατοι πόροι θα δεσμευθούν για την υλοποίηση έργων χωρίς καμία κοινωνική αξία, ενώ με  αφορμή την καθυστέρηση και ως αποτέλεσμα της αδιαφανούς ανάθεσης των συμβάσεων  τα επιχειρηματικά κέρδη θα εκτοξευθούν ανεβάζοντας το τελικό κόστος σε δυσθεώρατα ύψη.  Ταυτόχρονα με πρόσχημα την Ολυμπιάδα, θα αναδειχθεί μία νέα "εθνική" προσπάθεια, θεμελιωμένη σε ορισμένες από τις πιο αντιδραστικές ιδεολογικές όψεις του σημερινού εμπορευματοποιημένου αθλητισμού.  Θα αξιοποιηθεί έτσι η Ολυμπιάδα, για τον αποπροσανατολισμό, την συνέχιση της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής, την θέσπιση επιπλέον κατασταλτικών διατάξεων και μέτρων, καθώς και την καταστροφή των λίγων ελεύθερων ή περιβαλλοντικά σημαντικών χώρων στην Αττική.     

 

5)    Την  όξυνση της κρατικής καταστολής.

 

Η τετραετία της διακυβέρνησης Σημίτη ανέδειξε με εντονότερο τρόπο τη "σιδερένια φτέρνα" του κρατικού μηχανισμού.  Η ποιοτική διαφορά ανάγεται στο γεγονός ότι με την καταστολή αντιμετωπίστηκαν διεκδικήσεις ευρύτατων κοινωνικών κατηγοριών, που σε ορισμένες περιπτώσεις όπως το μαθητικό κίνημα, ενέπλεξαν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.  Στις συγκρούσεις αυτές το κράτος ανέπτυξε και αξιοποίησε πολλαπλούς κατασταλτικούς μηχανισμούς.  Είναι σε όλους ορατό το κλίμα "στρατιωτικοποίησης" της κοινωνίας με πρόσχημα την πάταξη της εγκληματικότητας, η διαρκής αστυνομική παρουσία, οι απελάσεις των μεταναστών, η ασφυκτική παρουσία της αστυνομίας στις κοινωνικές εκδηλώσεις, το καθεστώς ομηρίας με τις δικαστικές διώξεις για χιλιάδες αγρότες, εκατοντάδες μαθητές και άλλους αγωνιστές.  Εκείνο που δεν είναι τόσο ορατό είναι η ανάπτυξη ενός μεγάλου αφανούς δικτύου επιτήρησης το οποίο οικοδομείται σταδιακά και θα χρησιμοποιηθεί στην καταστολή και την "πειθαρχική" αντιμετώπιση των κοινωνικών αγώνων.   Με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογικών δεδομένων και των διακρατικών συνεργασιών, κωδικοποιούνται και επεξεργάζονται μια σειρά στοιχεία που αφορούν ένα καθολικό φάσμα ατομικών και κοινωνικών πρακτικών.    Στο πλαίσιο αυτό οι επίσημες συμφωνίες όπως η συνθήκη Σένγκεν και τα ανεπίσημα δίκτυα όπως το δίκτυο ΕΣΕΛΟΝ, συνθέτουν ένα εφιαλτικό τοπίο προετοιμασίας των αρχουσών τάξεων για την ποινικοποίηση των μελλοντικών κοινωνικών συγκρούσεων.

 

Και η αριστερά;

 

 

Η κοινοβουλευτική αριστερά και το ΔΗΚΚΙ, δεν μπορούν να δώσουν καμία προοπτική αντίστασης σε αυτό το τοπίο γενικευμένης επίθεσης απέναντι στα λαϊκά στρώματα.  Αντίθετα τα κόμματα αυτά κινούνται συνήθως παραπληρωματικά στο πολιτικό σύστημα. 

Ο ΣΥΝ παρ' όλη την συνεργασία του με την ΑΚΟΑ και την ριζοσπαστικοποίηση της προεκλογικής του καμπάνιας, εντάσσεται στο εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο, διακατέχεται από τον κυβερνητισμό και η σχέση του με τα κινήματα και γενικότερα με την κοινωνία δεν ξεπερνά την κοινοβουλευτική ανάθεση και τα όρια του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. 

Αντίστοιχα το ΔΗΚΚΙ προτείνει μία ανέφικτη παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πολιτική με όλες τις ιδιαιτερότητες που διαμορφώνουν οι καταβολές του από το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ και του προσδιορισμούς που θέτει ένας λόγος που διαπερνάται από εθνικιστικά στοιχεία. 

Το ΚΚΕ δέσμιο του εκλογικισμού, του οικονομισμού και της αναζήτησης του "πατριωτικού" μετώπου ακόμα και όταν συμμετέχει ενεργά στα κοινωνικά κινήματα κρατάει μία θέση ελέγχου και χειραγώγησης, συμβάλλοντας με τις αντιφάσεις του και τα πολιτικο-ιδεολογικά του στοιχεία στον εγκλωβισμό λαϊκών μαζών στην αστική πολιτική.  

 

Αν η προηγούμενη περίοδος καθορίστηκε από την επιτάχυνση των ρυθμών της αναδιάρθρωσης, σημαδεύτηκε παράλληλα από την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων.  Η ένταση των κινημάτων ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της οξύτητας της αστικής επίθεσης, αλλά παράλληλα έφερε στοιχεία ανεξαρτησίας και ένα σημαντικό πλούτο αγωνιστικών πρακτικών και εμπειριών.  Τα κινήματα της τελευταίας τριετίας στους χώρους της εκπαίδευσης, στον αγροτικό τομέα, τις υπό ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις, στο αντιπολεμικό - αντιμπεριαλιστικό κίνημα διαμαρτυρίας για την παράδοση Οτσαλάν και την επέμβαση στην Γιουγκοσλαβία μπορεί να μην επέβαλαν το σύνολο των διεκδικήσεών τους, ή να μην εκφράστηκαν κεντρικά πολιτικά, ωστόσο αποτελούν το περισσότερο ελπιδοφόρο στοιχείο των τελευταίων χρόνων.

Η δυναμική αυτών των κοινωνικών αγώνων, η δυναμική της κοινωνικής αριστεράς αντικειμενικά δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα από αυτές τις εκλογές.  Το γεγονός αυτό σχετίζεται και με τη δομή και τα χαρακτηριστικά της επίσημης αριστεράς αλλά και με τις δυσκολίες της οικοδόμησης μίας άλλης αριστεράς, της ανεξάρτητης ταξικής αριστεράς των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων.

Φάνηκαν έτσι ανάγλυφα την προηγούμενη περίοδο οι αδυναμίες της ριζοσπαστικής-εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στην διαπλοκή της με ευρύτερες λαϊκές μάζες, στις σχέσεις των συνιστωσών της μεταξύ τους, στο χαμηλό βαθμό επεξεργασίας και προώθησης ζητημάτων.  Έτσι είναι χαμηλή η οργανική σχέση του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς με τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.  Αντίστοιχα, ακόμα και στις περιπτώσεις που η ριζοσπαστική αριστερά έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη κινητοποιήσεων, όπως π.χ. στους εκπαιδευτικούς χώρους, οι αμφιταλαντεύσεις και οι δισταγμοί άφησαν την αίσθηση του μετέωρου και του ανολοκλήρωτου στην πρακτική της.   Ακόμα λιγότερο προωθήθηκαν αυτά τα χρόνια οι διαδικασίες πολιτικής και ιδεολογικής σύγκλισης ενός δυναμικού που πολλές φορές βρέθηκε στις ίδιες θέσεις πάλης σε κοινωνικούς χώρους και πολιτικά μέτωπα.

Τα παραπάνω επιδρούν αποσταθεροποιητικά για τη ριζοσπαστική - εξωκοινοβουλευτική αριστερά και τα συμπτώματα είναι πολλαπλά.  Με τον κατακερματισμό και τον σεκταρισμό, τις ανταγωνιστικές εκλογικές και πολιτικές παρουσίες αποδυναμώνεται η πολιτική έκφραση ενός κοινωνικού ρεύματος μειοψηφικού αλλά υπαρκτού ταυτόχρονα, αλλά και τα φαινόμενα εκλογικών συνεργασιών που εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους δορυφοροποίησης ή αφομοίωσης τμημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς στην κοινοβουλευτική αριστερά.  Σε κάθε περίπτωση υπάρχει σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ της κοινωνικής δυναμικής που αναπτύχθηκε, και πολύ περισσότερο αυτής που ελλοχεύει στις αντιφάσεις της συγκυρίας και των πολιτικών εκφράσεων που την διεκδικούν.   

 

Αν έχει κάποια σημασία μία εκλογική στάση στις εκλογές είναι αυτή που θα έδινε ένα στίγμα εναντίωσης στο σημερινό ασφυκτικό πολιτικό σύστημα.  

Όμως, πολύ περισσότερη αξία από μία εκλογική στάση έχει η κατανόηση της αναγκαιότητας αλλά και του επίπονου της διαδικασίας για την οικοδόμηση μίας άλλης αριστεράς . 

Η οικοδόμηση μιας άλλης αριστεράς, με αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, είναι μια αναγκαιότητα που επιβάλλεται και ταυτόχρονα απωθείται από την καθολική επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας.  Απαραίτητοι όροι είναι η διασύνδεση, υποστήριξη, συμμετοχή στις επερχόμενες κοινωνικές αντιστάσεις και η ανασύνθεση διαφορετικών ρευμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς σε μία νέα ενότητα. 

Η κίνηση αυτή δεν μπορεί παρά να συγκροτείται μέσα από ένα πολιτικό σχέδιο που θα υλοποιείται   1) μέσα από την ανάπτυξη ανεξάρτητων αριστερών συσπειρωσιακών σχημάτων και αγωνιστικών πρακτικών σε εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους, 2) μέσα από τη ανάπτυξη ενός ευρύτατου στρατηγικού διαλόγου για το περιεχόμενο και το χαρακτήρα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στον οποίο να συγκλίνουν διαφορετικά ιστορικά ρεύματα 3) μέσα από την συγκρότηση μετώπων αντίστασης στα ζητήματα που θα προωθήσει η επόμενη κυβέρνηση, τις ιδιωτικοποιήσεις, την ασφαλιστική απορύθμιση, την αναδιοργάνωση - ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την ολοκλήρωση της αντιδραστικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση, την έξαρση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής και του κρατικού ρατσισμού, την πλήρη ιδιοποίηση του χώρου από το κεφάλαιο, για την προώθηση των «αγοραίων» επιδιώξεων με τις δραματικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

 

 

 

Kώστας  Αργαλιώτης

Νίκος     Γιαννόπουλος

Γιώργος  Μελισσαρόπουλος

Δημήτρης Μπελαντής

Αντώνης   Ναξάκης

Σταύρος   Πιτόγλου

Γιάννης    Ρήγος

Νίκος       Ρόμπος

Δημήτρης Σαραφιανός

Πάνος     Τότσικας

Γιάννης    Φελέκης